Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόομαι
τάξις
τάξος
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόω
ταπείνωσις
View word page
ταξίαρχος
ταξίαρχος ταξί-αρχος, ὁ, the commander of a squadron, Hdt. at Athens, the commander of a τάξις ( I. 4), the corresponding cavalry- officers being φύλαρχοι, Ar.: generally an officer, Xen.

ShortDef

the commander of a squadron

Debugging

Headword:
ταξίαρχος
Headword (normalized):
ταξίαρχος
Headword (normalized/stripped):
ταξιαρχος
IDX:
32114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32151
Key:
taci/arxos

Data

{'content': 'ταξίαρχος\n ταξί-αρχος, ὁ,\n the commander of a squadron, Hdt.\n at Athens, the commander of a τάξις ( I. 4), the corresponding cavalry- officers being φύλαρχοι, Ar.: generally an officer, Xen.', 'key': 'taci/arxos'}