Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιθήγω
ἀντίθροος
ἀντίθυρος
ἀντικαθεύδω
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικελεύω
ἀντίκεντρον
ἀντικηδεύω
ἀντικηρύσσω
ἀντικλάζω
View word page
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλείπω to leave in oneʼs stead, Plat.
ShortDef
to leave in one's stead
Debugging
Headword:
ἀντικαταλείπω
Headword (normalized):
ἀντικαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταλειπω
IDX:
3214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3215
Key:
a)ntikatalei/pw
Data
{'content': 'ἀντικαταλείπω\n to leave in oneʼs stead, Plat.', 'key': 'a)ntikatalei/pw'}