Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόομαι
τάξις
τάξος
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφροσύνη
View word page
ταξιαρχέω
ταξιαρχέω ταξιαρχέω, fut. -ήσω to be a taxiarch, Ar., Thuc., etc. from ταξιάρχης

ShortDef

to be a taxiarch

Debugging

Headword:
ταξιαρχέω
Headword (normalized):
ταξιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
ταξιαρχεω
IDX:
32111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32148
Key:
taciarxe/w

Data

{'content': 'ταξιαρχέω\n ταξιαρχέω,\n fut. -ήσω\n to be a taxiarch, Ar., Thuc., etc.\n from ταξιάρχης', 'key': 'taciarxe/w'}