Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόομαι
τάξις
τάξος
View word page
τανύφλοιος
τανύφλοιος τᾰνύ-φλοιος, ον, τανύω of trees, with long-stretched bark, i. e. of tall or slender growth, Il.

ShortDef

with long-stretched bark

Debugging

Headword:
τανύφλοιος
Headword (normalized):
τανύφλοιος
Headword (normalized/stripped):
τανυφλοιος
IDX:
32108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32145
Key:
tanu/floios

Data

{'content': 'τανύφλοιος\n τᾰνύ-φλοιος, ον,\n τανύω\n of trees, with long-stretched bark, i. e. of tall or slender growth, Il.', 'key': 'tanu/floios'}