Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόομαι
τάξις
View word page
τανύσφυρος
τανύσφυρος τᾰνύ-σφῠρος, ον, τανύω, σφυρόν with taper ancles, Hes.

ShortDef

with taper ancles

Debugging

Headword:
τανύσφυρος
Headword (normalized):
τανύσφυρος
Headword (normalized/stripped):
τανυσφυρος
IDX:
32107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32144
Key:
tanu/sfuros

Data

{'content': 'τανύσφυρος\n τᾰνύ-σφῠρος, ον,\n τανύω, σφυρόν\n with taper ancles, Hes.', 'key': 'tanu/sfuros'}