Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόομαι
View word page
τανυστύς
τανυστύς τᾰνυστύς, ύος, ἡ, τανύω a stretching, stringing, Od.
ShortDef
a stretching, stringing
Debugging
Headword:
τανυστύς
Headword (normalized):
τανυστύς
Headword (normalized/stripped):
τανυστυς
IDX:
32106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32143
Key:
tanustu/s
Data
{'content': 'τανυστύς\n τᾰνυστύς, ύος, ἡ,\n τανύω\n a stretching, stringing, Od.', 'key': 'tanustu/s'}