Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξίαρχος
ταξίλοχος
View word page
τανυσίπτερος
τανυσίπτερος τᾰνῠσί-πτερος, ον, τανύω, πτερόν with extended wings, long-winged, Od., Hes., Ar.
ShortDef
with extended wings, long-winged
Debugging
Headword:
τανυσίπτερος
Headword (normalized):
τανυσίπτερος
Headword (normalized/stripped):
τανυσιπτερος
IDX:
32105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32142
Key:
tanusi/pteros
Data
{'content': 'τανυσίπτερος\n τᾰνῠσί-πτερος, ον,\n τανύω, πτερόν\n with extended wings, long-winged, Od., Hes., Ar.', 'key': 'tanusi/pteros'}