Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξίαρχος
View word page
τανύρριζος
τανύρριζος τᾰνύρ-ριζος, ον, τανύω, ῥίζα with far-stretching roots, Hes.

ShortDef

with far-stretching roots

Debugging

Headword:
τανύρριζος
Headword (normalized):
τανύρριζος
Headword (normalized/stripped):
τανυρριζος
IDX:
32104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32141
Key:
tanu/rrizos

Data

{'content': 'τανύρριζος\n τᾰνύρ-ριζος, ον,\n τανύω, ῥίζα\n with far-stretching roots, Hes.', 'key': 'tanu/rrizos'}