Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
View word page
τανυπτέρυξ
τανυπτέρυξ τᾰνυ-πτέρυξ, ῠγος, = τανύπτερος, Il.
ShortDef
with wings extended, long-winged
Debugging
Headword:
τανυπτέρυξ
Headword (normalized):
τανυπτέρυξ
Headword (normalized/stripped):
τανυπτερυξ
IDX:
32103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32140
Key:
tanupte/ruc
Data
{'content': 'τανυπτέρυξ\n τᾰνυ-πτέρυξ, ῠγος,\n = τανύπτερος, Il.', 'key': 'tanupte/ruc'}