Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιθέω
ἀντιθήγω
ἀντίθροος
ἀντίθυρος
ἀντικαθεύδω
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικελεύω
ἀντίκεντρον
ἀντικηδεύω
ἀντικηρύσσω
View word page
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταθνῄσκω to die or be slain in turn, Aesch.
ShortDef
to die in turn
Debugging
Headword:
ἀντικαταθνῄσκω
Headword (normalized):
ἀντικαταθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταθνησκω
IDX:
3213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3214
Key:
a)ntikataqnh/skw
Data
{'content': 'ἀντικαταθνῄσκω\n to die or be slain in turn, Aesch.', 'key': 'a)ntikataqnh/skw'}