Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τανυήκης
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
View word page
τανύπτερος
τανύπτερος τᾰνύ-πτερος, ον, shorter form of τανυσίπτερος, Hes., Pind.

ShortDef

with wings extended, long-winged

Debugging

Headword:
τανύπτερος
Headword (normalized):
τανύπτερος
Headword (normalized/stripped):
τανυπτερος
IDX:
32102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32139
Key:
tanu/pteros

Data

{'content': 'τανύπτερος\n τᾰνύ-πτερος, ον,\n shorter form of τανυσίπτερος, Hes., Pind.', 'key': 'tanu/pteros'}