Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
View word page
τανύπλεκτος
τανύπλεκτος τᾰνύ-πλεκτος (ῠ), ον, τανύω in long plaits, Anth.

ShortDef

in long plaits

Debugging

Headword:
τανύπλεκτος
Headword (normalized):
τανύπλεκτος
Headword (normalized/stripped):
τανυπλεκτος
IDX:
32099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32136
Key:
tanu/plektos

Data

{'content': 'τανύπλεκτος\n τᾰνύ-πλεκτος (ῠ), ον,\n τανύω\n in long plaits, Anth.', 'key': 'tanu/plektos'}