Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανύφλοιος
View word page
τανύπεπλος
τανύπεπλος τᾰνύ-πεπλος (ῠ), ον, τανύω with flowing peplos, Hom.

ShortDef

with flowing peplos

Debugging

Headword:
τανύπεπλος
Headword (normalized):
τανύπεπλος
Headword (normalized/stripped):
τανυπεπλος
IDX:
32098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32135
Key:
tanu/peplos

Data

{'content': 'τανύπεπλος\n τᾰνύ-πεπλος (ῠ), ον,\n τανύω\n with flowing peplos, Hom.', 'key': 'tanu/peplos'}