Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Τάνταλος
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύσφυρος
View word page
τανῦν
τανῦν adverb for νῦν now, at present, v. νῦν I.

ShortDef

now, at present

Debugging

Headword:
τανῦν
Headword (normalized):
τανῦν
Headword (normalized/stripped):
τανυν
IDX:
32097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32134
Key:
tanu=n

Data

{'content': 'τανῦν\n adverb for νῦν\n now, at present, v. νῦν I.', 'key': 'tanu=n'}