τανυμήκης
τανυμήκης
τᾰνῠ-μήκης, ες
τανύω, μῆκος
long-stretched, tall, ἰτέαι Anth.
{
"content": "τανυμήκης\n τᾰνῠ-μήκης, ες\n τανύω, μῆκος\n long-stretched, tall, ἰτέαι Anth.",
"key": "tanumh/khs"
}