Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τανταλόομαι
Τάνταλος
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
τανυσίπτερος
τανυστύς
View word page
τανυμήκης
τανυμήκης τᾰνῠ-μήκης, ες τανύω, μῆκος long-stretched, tall, ἰτέαι Anth.

ShortDef

long-stretched, tall

Debugging

Headword:
τανυμήκης
Headword (normalized):
τανυμήκης
Headword (normalized/stripped):
τανυμηκης
IDX:
32096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32133
Key:
tanumh/khs

Data

{'content': 'τανυμήκης\n τᾰνῠ-μήκης, ες\n τανύω, μῆκος\n long-stretched, tall, ἰτέαι Anth.', 'key': 'tanumh/khs'}