Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Τανταλίδης
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύρριζος
View word page
τανύθριξ
τανύθριξ τᾰνύ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ, τανύω long-haired, shaggy, Hes.

ShortDef

long-haired, shaggy

Debugging

Headword:
τανύθριξ
Headword (normalized):
τανύθριξ
Headword (normalized/stripped):
τανυθριξ
IDX:
32094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32131
Key:
tanu/qric

Data

{'content': 'τανύθριξ\n τᾰνύ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,\n τανύω\n long-haired, shaggy, Hes.', 'key': 'tanu/qric'}