Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ταντάλειος
Τανταλίδης
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
View word page
τανυῆλιξ
τανυῆλιξ τᾰνυ-ῆλιξ, ῐκος, τανύω of extended age, Anth.

ShortDef

of extended age

Debugging

Headword:
τανυῆλιξ
Headword (normalized):
τανυῆλιξ
Headword (normalized/stripped):
τανυηλιξ
IDX:
32093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32130
Key:
tanuh=lic

Data

{'content': 'τανυῆλιξ\n τᾰνυ-ῆλιξ, ῐκος,\n τανύω\n of extended age, Anth.', 'key': 'tanuh=lic'}