Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιθεραπεύω
ἀντίθεσις
ἀντιθέω
ἀντιθήγω
ἀντίθροος
ἀντίθυρος
ἀντικαθεύδω
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικελεύω
ἀντίκεντρον
View word page
ἀντικακουργέω
ἀντικακουργέω to damage in turn, τινά Plat.
ShortDef
to damage in turn
Debugging
Headword:
ἀντικακουργέω
Headword (normalized):
ἀντικακουργέω
Headword (normalized/stripped):
αντικακουργεω
IDX:
3211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3212
Key:
a)ntikakourge/w
Data
{'content': 'ἀντικακουργέω\n to damage in turn, τινά Plat.', 'key': 'a)ntikakourge/w'}