Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταλαύρινος
ταλάφρων
τᾶλις
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμιευτικός
ταμιεύω
τάμισος
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Τάναγρα
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναίμυκος
ταναόδειρος
ταναός
View word page
ταμιευτικός
ταμιευτικός τᾰμιευτικός, ή, όν of or for stewardship:—at Rome, belonging to the quaestorship, Plut.

ShortDef

of or for housekeeping, thrifty; of the quaestor

Debugging

Headword:
ταμιευτικός
Headword (normalized):
ταμιευτικός
Headword (normalized/stripped):
ταμιευτικος
IDX:
32067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32104
Key:
tamieutiko/s

Data

{'content': 'ταμιευτικός\n τᾰμιευτικός, ή, όν\n of or for stewardship:—at Rome, belonging to the quaestorship, Plut.', 'key': 'tamieutiko/s'}