Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τάλας
ταλαύρινος
ταλάφρων
τᾶλις
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμιευτικός
ταμιεύω
τάμισος
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Τάναγρα
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναίμυκος
ταναόδειρος
View word page
ταμίευμα
ταμίευμα τᾰμίευμα, ατος, τό, = ταμιεία, Xen.

ShortDef

store, supply, economy

Debugging

Headword:
ταμίευμα
Headword (normalized):
ταμίευμα
Headword (normalized/stripped):
ταμιευμα
IDX:
32066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32103
Key:
tami/euma

Data

{'content': 'ταμίευμα\n τᾰμίευμα, ατος, τό,\n = ταμιεία, Xen.', 'key': 'tami/euma'}