Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταλασίφρων
τάλας
ταλαύρινος
ταλάφρων
τᾶλις
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμιευτικός
ταμιεύω
τάμισος
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Τάναγρα
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναίμυκος
View word page
ταμιεῖον
ταμιεῖον τᾰμιεῖον, ου, τό, ταμιεύω a treasury, Thuc., etc. a magazine, Xen.
ShortDef
a treasury
Debugging
Headword:
ταμιεῖον
Headword (normalized):
ταμιεῖον
Headword (normalized/stripped):
ταμιειον
IDX:
32065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32102
Key:
tamiei=on
Data
{'content': 'ταμιεῖον\n τᾰμιεῖον, ου, τό,\n ταμιεύω\n a treasury, Thuc., etc.\n a magazine, Xen.', 'key': 'tamiei=on'}