Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταλασιουργός
ταλασίφρων
τάλας
ταλαύρινος
ταλάφρων
τᾶλις
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμιευτικός
ταμιεύω
τάμισος
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Τάναγρα
Ταναγρικός
ταναήκης
View word page
ταμιεία
ταμιεία τᾰμιεία, ἡ, ταμιεύω stewardship, management, economy, Xen. the office of paymaster, as a polit. term, Arist. at Rome, the quaestorship, Plut.
ShortDef
stewardship, management, economy
Debugging
Headword:
ταμιεία
Headword (normalized):
ταμιεία
Headword (normalized/stripped):
ταμιεια
IDX:
32064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32101
Key:
tamiei/a
Data
{'content': 'ταμιεία\n τᾰμιεία, ἡ,\n ταμιεύω\n stewardship, management, economy, Xen.\n the office of paymaster, as a polit. term, Arist.\n at Rome, the quaestorship, Plut.', 'key': 'tamiei/a'}