Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιθάπτω
ἀντίθεος
ἀντιθεραπεύω
ἀντίθεσις
ἀντιθέω
ἀντιθήγω
ἀντίθροος
ἀντίθυρος
ἀντικαθεύδω
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
View word page
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίζομαι Ion.ἀντικατίζομαι Mid. to sit or lie over against, or armies or fleets watching one another, Hdt., Thuc.

ShortDef

to sit over against one another, of armies or fleets

Debugging

Headword:
ἀντικαθίζομαι
Headword (normalized):
ἀντικαθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντικαθιζομαι
IDX:
3209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3210
Key:
a)ntikaqi/zomai

Data

{'content': 'ἀντικαθίζομαι\n Ion.ἀντικατίζομαι\n Mid. to sit or lie over against, or armies or fleets watching one another, Hdt., Thuc.', 'key': 'a)ntikaqi/zomai'}