Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταλασιουργέω
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
τάλας
ταλαύρινος
ταλάφρων
τᾶλις
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμιευτικός
ταμιεύω
τάμισος
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Τάναγρα
View word page
ταμία
ταμία τᾰμία, ἡ, a housekeeper, housewife, Hom., Xen.

ShortDef

a housekeeper, housewife
[controller, treasurer > ταμίας]

Debugging

Headword:
ταμία
Headword (normalized):
ταμία
Headword (normalized/stripped):
ταμια
IDX:
32062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32099
Key:
tami/a1

Data

{'content': 'ταμία\n τᾰμία, ἡ,\n a housekeeper, housewife, Hom., Xen.', 'key': 'tami/a1'}