Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
τάλας
ταλαύρινος
ταλάφρων
τᾶλις
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμιευτικός
ταμιεύω
τάμισος
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
View word page
ταμεσίχρως
ταμεσίχρως τέμνω cutting the skin, wounding, Il.
ShortDef
cutting the skin, wounding
Debugging
Headword:
ταμεσίχρως
Headword (normalized):
ταμεσίχρως
Headword (normalized/stripped):
ταμεσιχρως
IDX:
32061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32098
Key:
tamesi/xrws
Data
{'content': 'ταμεσίχρως\n τέμνω\n cutting the skin, wounding, Il.', 'key': 'tamesi/xrws'}