Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τάλαρος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
τάλας
ταλαύρινος
ταλάφρων
τᾶλις
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμιευτικός
ταμιεύω
τάμισος
View word page
τᾶλις
τᾶλις τᾶλις, ιδος, ἡ, a marriageable maiden, Soph. deriv. uncertain

ShortDef

a marriageable maiden

Debugging

Headword:
τᾶλις
Headword (normalized):
τᾶλις
Headword (normalized/stripped):
ταλις
IDX:
32059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32096
Key:
ta=lis

Data

{'content': 'τᾶλις\n τᾶλις, ιδος, ἡ,\n a marriageable maiden, Soph.\n deriv. uncertain', 'key': 'ta=lis'}