Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταλαρίσκος
τάλαρος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
τάλας
ταλαύρινος
ταλάφρων
τᾶλις
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμιευτικός
ταμιεύω
View word page
ταλάφρων
ταλάφρων τᾰλά-φρων, ονος, ὁ, ἡ, shortd. for ταλασίφρων, Il.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταλάφρων
Headword (normalized):
ταλάφρων
Headword (normalized/stripped):
ταλαφρων
IDX:
32058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32095
Key:
tala/frwn

Data

{'content': 'ταλάφρων\n τᾰλά-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n shortd. for ταλασίφρων, Il.', 'key': 'tala/frwn'}