Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
τάλας
ταλαύρινος
ταλάφρων
τᾶλις
ταμεῖον
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμιευτικός
View word page
ταλαύρινος
ταλαύρινος τᾰλαύ-ρῑνος, ον, *τλάω, ῥινός with shield of tough bullʼs-hide, Il.; τ. χρώς a thick tough hide, Anth.:— neut. as adv., ταλαύρινον πολεμίζειν to fight toughly, stoutly, Il.
ShortDef
with shield of tough bull's-hide
Debugging
Headword:
ταλαύρινος
Headword (normalized):
ταλαύρινος
Headword (normalized/stripped):
ταλαυρινος
IDX:
32057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32094
Key:
talau/rinos
Data
{'content': 'ταλαύρινος\n τᾰλαύ-ρῑνος, ον,\n *τλάω, ῥινός\n with shield of tough bullʼs-hide, Il.; τ. χρώς a thick tough hide, Anth.:— neut. as adv., ταλαύρινον πολεμίζειν to fight toughly, stoutly, Il.', 'key': 'talau/rinos'}