Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιζωγρέω
ἀντιθάπτω
ἀντίθεος
ἀντιθεραπεύω
ἀντίθεσις
ἀντιθέω
ἀντιθήγω
ἀντίθροος
ἀντίθυρος
ἀντικαθεύδω
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
Ἀντικάτων
View word page
ἀντικάθημαι
ἀντικάθημαι perf. of ἀντικαθίζομαι, but used as pres. to be set over against; of armies or fleets, to lie over against, so as to watch each other, Hdt., Thuc.

ShortDef

to be set over against

Debugging

Headword:
ἀντικάθημαι
Headword (normalized):
ἀντικάθημαι
Headword (normalized/stripped):
αντικαθημαι
IDX:
3208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3209
Key:
a)ntika/qhmai

Data

{'content': 'ἀντικάθημαι\n perf. of ἀντικαθίζομαι, but used as pres.\n to be set over against; of armies or fleets, to lie over against, so as to watch each other, Hdt., Thuc.', 'key': 'a)ntika/qhmai'}