Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
τάλας
ταλαύρινος
ταλάφρων
View word page
ταλαρίσκος
ταλαρίσκος τᾰλᾰρίσκος, ὁ, Dim. of τάλαρος quasillus, Theocr., Anth.

ShortDef

quasillus

Debugging

Headword:
ταλαρίσκος
Headword (normalized):
ταλαρίσκος
Headword (normalized/stripped):
ταλαρισκος
IDX:
32048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32085
Key:
talari/skos

Data

{'content': 'ταλαρίσκος\n τᾰλᾰρίσκος, ὁ,\n Dim. of τάλαρος\n quasillus, Theocr., Anth.', 'key': 'talari/skos'}