Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
τάλας
ταλαύρινος
View word page
ταλαπενθής
ταλαπενθής τᾰλᾰ-πενθής, ές *τλάω, πένθος patient in woe, Od.
ShortDef
patient in woe
Debugging
Headword:
ταλαπενθής
Headword (normalized):
ταλαπενθής
Headword (normalized/stripped):
ταλαπενθης
IDX:
32047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32084
Key:
talapenqh/s
Data
{'content': 'ταλαπενθής\n τᾰλᾰ-πενθής, ές\n *τλάω, πένθος\n patient in woe, Od.', 'key': 'talapenqh/s'}