Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
τάλας
View word page
ταλαπείριος
ταλαπείριος τᾰλᾰ-πείριος, ον, *τλάω, πεῖρα subject to many trials, much-suffering, of Ulysses, Od.:—hence, vagrant, vagabond, Anth.
ShortDef
subject to many trials, much-suffering
Debugging
Headword:
ταλαπείριος
Headword (normalized):
ταλαπείριος
Headword (normalized/stripped):
ταλαπειριος
IDX:
32046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32083
Key:
talapei/rios
Data
{'content': 'ταλαπείριος\n τᾰλᾰ-πείριος, ον,\n *τλάω, πεῖρα\n subject to many trials, much-suffering, of Ulysses, Od.:—hence, vagrant, vagabond, Anth.', 'key': 'talapei/rios'}