Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
View word page
ταλαός
ταλαός τᾰλαός, ή, όν *τλάω = τλήμων, Ar.

ShortDef

steadfast
Talaus

Debugging

Headword:
ταλαός
Headword (normalized):
ταλαός
Headword (normalized/stripped):
ταλαος
IDX:
32045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32082
Key:
talao/s

Data

{'content': 'ταλαός\n τᾰλαός, ή, όν\n *τλάω\n = τλήμων, Ar.', 'key': 'talao/s'}