Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
View word page
ταλαντοῦχος
ταλαντοῦχος τᾰλαντ-οῦχος, ον, ἔχω holding the balance: metaph., Ἄρης τ. who turns the scale in battle, Aesch.

ShortDef

holding the balance

Debugging

Headword:
ταλαντοῦχος
Headword (normalized):
ταλαντοῦχος
Headword (normalized/stripped):
ταλαντουχος
IDX:
32044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32081
Key:
talantou=xos

Data

{'content': 'ταλαντοῦχος\n τᾰλαντ-οῦχος, ον,\n ἔχω\n holding the balance: metaph., Ἄρης τ. who turns the scale in battle, Aesch.', 'key': 'talantou=xos'}