Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τακερός
τακτικός
τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
View word page
ταλαντιαῖος
ταλαντιαῖος τᾰλαντιαῖος, α, ον worth a talent, Dem. from τάλαντον
ShortDef
worth a talent
Debugging
Headword:
ταλαντιαῖος
Headword (normalized):
ταλαντιαῖος
Headword (normalized/stripped):
ταλαντιαιος
IDX:
32042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32079
Key:
talantiai=os
Data
{'content': 'ταλαντιαῖος\n τᾰλαντιαῖος, α, ον\n worth a talent, Dem.\n from τάλαντον', 'key': 'talantiai=os'}