Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταινιόω
τακερός
τακτικός
τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
ταλασία
ταλάσιος
View word page
ταλαντεύω
ταλαντεύω to weigh or measure out, Anth.

ShortDef

to weigh

Debugging

Headword:
ταλαντεύω
Headword (normalized):
ταλαντεύω
Headword (normalized/stripped):
ταλαντευω
IDX:
32041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32078
Key:
talanteu/w

Data

{'content': 'ταλαντεύω\n to weigh or measure out, Anth.', 'key': 'talanteu/w'}