Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταινιόπωλις
ταινιόω
τακερός
τακτικός
τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
ταλασία
View word page
ταλακάρδιος
ταλακάρδιος τᾰλᾰ-κάρδιος, ον, *τλάω patient of heart, stouthearted, of Hercules, Hes.: of Oedipus, much-enduring, miserable, Soph.
ShortDef
patient of heart, stouthearted
Debugging
Headword:
ταλακάρδιος
Headword (normalized):
ταλακάρδιος
Headword (normalized/stripped):
ταλακαρδιος
IDX:
32040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32077
Key:
talaka/rdios
Data
{'content': 'ταλακάρδιος\n τᾰλᾰ-κάρδιος, ον,\n *τλάω\n patient of heart, stouthearted, of Hercules, Hes.: of Oedipus, much-enduring, miserable, Soph.', 'key': 'talaka/rdios'}