Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταινία
ταινιόπωλις
ταινιόω
τακερός
τακτικός
τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
View word page
ταλαίφρων
ταλαίφρων τᾰλαί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, *τλάω, φρήν suffering in mind, wretched, Soph., Eur.: daring, Soph.:—voc. ταλαῖφρον, Soph.

ShortDef

suffering in mind, wretched

Debugging

Headword:
ταλαίφρων
Headword (normalized):
ταλαίφρων
Headword (normalized/stripped):
ταλαιφρων
IDX:
32039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32076
Key:
talai/frwn

Data

{'content': 'ταλαίφρων\n τᾰλαί-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n *τλάω, φρήν\n suffering in mind, wretched, Soph., Eur.: daring, Soph.:—voc. ταλαῖφρον, Soph.', 'key': 'talai/frwn'}