Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ταίναρος
ταινία
ταινιόπωλις
ταινιόω
τακερός
τακτικός
τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
View word page
ταλαίπωρος
ταλαίπωρος τᾰλαί-πωρος, ον, prob. a form of ταλαπείριος suffering, miserable, Aesch., etc.:—adv. -ρως, Thuc. of things, τ. βίος Soph.; πράγματα Ar.

ShortDef

suffering, miserable

Debugging

Headword:
ταλαίπωρος
Headword (normalized):
ταλαίπωρος
Headword (normalized/stripped):
ταλαιπωρος
IDX:
32038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32075
Key:
talai/pwros

Data

{'content': 'ταλαίπωρος\n τᾰλαί-πωρος, ον,\n prob. a form of ταλαπείριος\n suffering, miserable, Aesch., etc.:—adv. -ρως, Thuc.\n of things, τ. βίος Soph.; πράγματα Ar.', 'key': 'talai/pwros'}