Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τάγμα
ταγός
ταγοῦχος
Ταίναρος
ταινία
ταινιόπωλις
ταινιόω
τακερός
τακτικός
τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
ταλαός
View word page
ταλαεργός
ταλαεργός τᾰλα-εργός, όν *τλάω, ϝέργον enduring labour, drudging, of mules, Hom., Hes.; of Hercules, Theocr.

ShortDef

enduring labour, drudging

Debugging

Headword:
ταλαεργός
Headword (normalized):
ταλαεργός
Headword (normalized/stripped):
ταλαεργος
IDX:
32035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32072
Key:
talaergo/s

Data

{'content': 'ταλαεργός\n τᾰλα-εργός, όν\n *τλάω, ϝέργον\n enduring labour, drudging, of mules, Hom., Hes.; of Hercules, Theocr.', 'key': 'talaergo/s'}