Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταγή
τάγμα
ταγός
ταγοῦχος
Ταίναρος
ταινία
ταινιόπωλις
ταινιόω
τακερός
τακτικός
τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντοῦχος
View word page
τακτός
τακτός τακτός, ή, όν verb. adj. of τάσσω ordered, prescribed, τ. ἀργύριον a stated sum, Thuc.; σῖτος τ. a fixed quantity of corn, Thuc.; τ. ὁδός a prescribed way, Dem.
ShortDef
ordered, prescribed
Debugging
Headword:
τακτός
Headword (normalized):
τακτός
Headword (normalized/stripped):
τακτος
IDX:
32034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32071
Key:
takto/s
Data
{'content': 'τακτός\n τακτός, ή, όν\n verb. adj. of τάσσω\n ordered, prescribed, τ. ἀργύριον a stated sum, Thuc.; σῖτος τ. a fixed quantity of corn, Thuc.; τ. ὁδός a prescribed way, Dem.', 'key': 'takto/s'}