Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταγεύω
ταγέω
τάγηνον
ταγή
τάγμα
ταγός
ταγοῦχος
Ταίναρος
ταινία
ταινιόπωλις
ταινιόω
τακερός
τακτικός
τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλαντεύω
View word page
ταινιόω
ταινιόω ταινιόω, fut. -ώσω ταινία to bind with a head-band, as a conqueror, Thuc., Xen.: Pass. to be crowned, Ar.
ShortDef
to bind with a head-band, esp. as a victor
Debugging
Headword:
ταινιόω
Headword (normalized):
ταινιόω
Headword (normalized/stripped):
ταινιοω
IDX:
32031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32068
Key:
tainio/w
Data
{'content': 'ταινιόω\n ταινιόω,\n fut. -ώσω\n ταινία\n to bind with a head-band, as a conqueror, Thuc., Xen.: Pass. to be crowned, Ar.', 'key': 'tainio/w'}