Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
τάγηνον
ταγή
τάγμα
ταγός
ταγοῦχος
Ταίναρος
ταινία
ταινιόπωλις
ταινιόω
τακερός
τακτικός
τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
View word page
ταινιόπωλις
ταινιόπωλις ταινιό-πωλις, ιος, ἡ, a dealer in ταινίαι, Dem.
ShortDef
a dealer in headbands, ribbons
Debugging
Headword:
ταινιόπωλις
Headword (normalized):
ταινιόπωλις
Headword (normalized/stripped):
ταινιοπωλις
IDX:
32030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32067
Key:
tainio/pwlis
Data
{'content': 'ταινιόπωλις\n ταινιό-πωλις, ιος, ἡ,\n a dealer in ταινίαι, Dem.', 'key': 'tainio/pwlis'}