Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σώω
τάβλα
ταβλιόπη
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
τάγηνον
ταγή
τάγμα
ταγός
ταγοῦχος
Ταίναρος
ταινία
ταινιόπωλις
ταινιόω
τακερός
τακτικός
τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρία
View word page
ταγοῦχος
ταγοῦχος τᾰγ-οῦχος, ὁ, ἔχω holding command, Aesch.
ShortDef
holding command
Debugging
Headword:
ταγοῦχος
Headword (normalized):
ταγοῦχος
Headword (normalized/stripped):
ταγουχος
IDX:
32027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32064
Key:
tagou=xos
Data
{'content': 'ταγοῦχος\n τᾰγ-οῦχος, ὁ,\n ἔχω\n holding command, Aesch.', 'key': 'tagou=xos'}