Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σώχω
σώω
τάβλα
ταβλιόπη
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
τάγηνον
ταγή
τάγμα
ταγός
ταγοῦχος
Ταίναρος
ταινία
ταινιόπωλις
ταινιόω
τακερός
τακτικός
τακτός
ταλαεργός
ταλαιπωρέω
View word page
ταγός
ταγός τᾱγός, οῦ, ὁ, τάσσω a commander, chief, Aesch., Eur. esp. the Chief of Thessaly, Xen.

ShortDef

a commander, chief

Debugging

Headword:
ταγός
Headword (normalized):
ταγός
Headword (normalized/stripped):
ταγος
IDX:
32026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32063
Key:
tago/s

Data

{'content': 'ταγός\n τᾱγός, οῦ, ὁ,\n τάσσω\n a commander, chief, Aesch., Eur.\n esp. the Chief of Thessaly, Xen.', 'key': 'tago/s'}