Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σωφρονητέον
σωφρονητικός
σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστής
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
σώω
τάβλα
ταβλιόπη
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
τάγηνον
ταγή
τάγμα
ταγός
ταγοῦχος
Ταίναρος
View word page
τάβλα
τάβλα τάβλα, or τάβλη, ἡ, = Lat. tabula, a dice-table, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τάβλα
Headword (normalized):
τάβλα
Headword (normalized/stripped):
ταβλα
IDX:
32018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32054
Key:
ta/bla
Data
{'content': 'τάβλα\n τάβλα, or τάβλη, ἡ,\n = Lat. tabula, a dice-table, Anth.', 'key': 'ta/bla'}