Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σωφρόνημα
σωφρονητέον
σωφρονητικός
σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστής
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
σώω
τάβλα
ταβλιόπη
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
τάγηνον
ταγή
τάγμα
ταγός
ταγοῦχος
View word page
σώω
σώω σώω, Epic for σῴζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σώω
Headword (normalized):
σώω
Headword (normalized/stripped):
σωω
IDX:
32017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32053
Key:
sw/w

Data

{'content': 'σώω\n σώω,\n Epic for σῴζω.', 'key': 'sw/w'}