Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονητέον
σωφρονητικός
σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστής
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
σώω
τάβλα
ταβλιόπη
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
τάγηνον
ταγή
τάγμα
ταγός
View word page
σώχω
σώχω .σώχω, Ionic for ψώχω to rub cf. κατασώχω.

ShortDef

to rub

Debugging

Headword:
σώχω
Headword (normalized):
σώχω
Headword (normalized/stripped):
σωχω
IDX:
32016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32052
Key:
sw/xw

Data

{'content': 'σώχω\n .σώχω,\n \n Ionic for ψώχω\n to rub\n cf. κατασώχω.', 'key': 'sw/xw'}