Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντίδουπος
ἀντιδράω
ἀντιδωρέομαι
ἀντιζητέω
ἀντιζωγρέω
ἀντιθάπτω
ἀντίθεος
ἀντιθεραπεύω
ἀντίθεσις
ἀντιθέω
ἀντιθήγω
ἀντίθροος
ἀντίθυρος
ἀντικαθεύδω
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταλείπω
View word page
ἀντιθήγω
ἀντιθήγω to whet against another, ὀδόντας ἐπί τινα Luc.

ShortDef

to whet against

Debugging

Headword:
ἀντιθήγω
Headword (normalized):
ἀντιθήγω
Headword (normalized/stripped):
αντιθηγω
IDX:
3204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3205
Key:
a)ntiqh/gw

Data

{'content': 'ἀντιθήγω\n to whet against another, ὀδόντας ἐπί τινα Luc.', 'key': 'a)ntiqh/gw'}