Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σώτειρα
σωτηρία
σωτήριος
σωτήρ
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονητέον
σωφρονητικός
σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστής
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
σώω
τάβλα
ταβλιόπη
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
View word page
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήρ σωφρονιστήρ, ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, Plat.
ShortDef
admonisher, one who makes σώφρων
Debugging
Headword:
σωφρονιστήρ
Headword (normalized):
σωφρονιστήρ
Headword (normalized/stripped):
σωφρονιστηρ
IDX:
32012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32048
Key:
swfronisth/r
Data
{'content': 'σωφρονιστήρ\n σωφρονιστήρ, ῆρος, ὁ,\n = σωφρονιστής, Plat.', 'key': 'swfronisth/r'}